- μεσοῦντα
- μεσόωto be inpres part act neut nom/voc/acc plμεσόωto be inpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μεσούντα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 730 μ., 312 κάτ.) του νομού Άρτας. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, στις βόρειες πλαγιές της κορυφής Κοκκινόλακκας, 84 χλμ. ΒΑ της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αθαμανίας … Dictionary of Greek
μεσώ — μεσῶ, όω, Μ μεσώνω και μεσώννω) [μέσος] νεοελλ. (μόνο σε φρ.) «μεσούντος τού μηνός», «μεσούσης τής εβδομάδας» κ.λπ. κατά τα μέσα τού μήνα, τής εβδομάδας κ.λπ. μσν. γεμίζω κάτι («ἕνα ποτήριν... καὶ μεσώννουν τὸ κρασίν», Μαχ.) μσν. αρχ. είμαι ή… … Dictionary of Greek